- σκορπίζω
- ΝΑ, και σκροπίζω Ν1. διαλύω ένα σύνολο στα μέρη που τό συγκροτούν και τά πετώ εδώ και εκεί, σκορπώ, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «να μάσω τα μπουλούκια μου που τά 'χω σκορπισμένα», δημ. τραγούδιβ. «τοὺς δ' ὄρνεις ἐπιστάντας τὰ μὲν ἐσθίειν τὰ δὲ σκορπίζειν», Στράβ.)2. μτφ. δαπανώ αλόγιστα και άσκοπα, κατασπαταλώ («σκόρπισε όλη την πατρική περιουσία στα γλέντια»)νεοελλ.1. κομματιάζω, σπάζω («ο Ρώκριτος... σωπαίνει και το λαγούτο σκόρπισεν εις εκατό κομμάτια», Ερωτόκρ.)2. (αμτβ.) α) διαλύομαι, διασκορπίζομαι («ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε», δημ. τραγούδι)β) συντρίβομαι σε τεμάχια, γίνομαι κομμάτιαγ) χάνω τη συνοχή μου3. μτφ. διαχέω, εκπέμπω, αναδίδω (α. «τα λουλούδια που έφερες σκόρπισαν ένα γλυκό άρωμα στο δωμάτιο» β. «το βιολί σκόρπισε ήχους γλυκούς σε όλη την αίθουσα» γ. «ίσκιο βαρύν εσκόρπισε θανάτου η εμορφιά σου», Γρυπ.)αρχ.μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιορτοποιώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκορπίος* με σημ. «είδος καταπέλτη, πολεμικής μηχανής για εκτόξευση βελών» (βλ. λ. σκορπιός). Ο νεοελλ. τ. σκορπώ < ἐσκόρπισα, αόρ. τού σκορπίζω κατά το σχήμα ἐχάλασα: χαλώ].
Dictionary of Greek. 2013.